- πολύκλητος
- πολύ - κλητος (καλέω): called together in large numbers, i. e. from many a land, Il. 4.438 and Il. 10.420.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολύκλητος — ον, Α (επικ. τ.) (για τους συμμάχους τών Τρώων) αυτός που έχει προσκληθεί από μακριά («πολύκλητοι δ ἔσαν ἄνδρες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. απρόσ κλητος, αυτό κλητος] … Dictionary of Greek
πολύκλητον — πολύκλητος called from many a land masc/fem acc sg πολύκλητος called from many a land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκλήτους — πολύκλητος called from many a land masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύκλητοι — πολύκλητος called from many a land masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)